προσείλημα

προσείλημα
-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + εἴλημα «κάλυμμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσείλημα — wrapping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”